- ἀχθεινά
- ἀχθεινόςburdensomeneut nom/voc/acc plἀχθεινά̱ , ἀχθεινόςburdensomefem nom/voc/acc dualἀχθεινά̱ , ἀχθεινόςburdensomefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀχθεινάν — ἀχθεινά̱ν , ἀχθεινός burdensome fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάντητος — δυσάντητος, ον (AM) 1. αυτός που η συνάντηση μαζί του είναι δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» αλλάζουν δρόμο γιατί νομίζουν ότι θα δουν θέαμα αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η… … Dictionary of Greek